logo


*Γράφει ο Ν. Γαβαλάκης, Εγκληματολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης της δημοτικής παράταξης ΕΥΠΟΛΙΣ

Νέο «εύρημα» η στρατηγική επιβολής Φόβου του Εγκλήματος…

Κάθε έγκλημα είναι διαφορετικό, συνεπώς, διαφορετική είναι και η καταστολή του, η πρόληψή του, η αντεγκληματική πολιτική που το αφορά και η εγκληματολογική θεωρία που το αναλύει. Έτσι, διαφορετική είναι η πρόληψη για μια δολοφονία, διαφορετική για μια ληστεία, διαφορετική για μια κλοπή, διαφορετική για μια παρενόχληση, διαφορετική για την ενδοοικογενειακή βία, διαφορετική για το οικονομικό έγκλημα, διαφορετική για την διαφθορά, διαφορετική για το οργανωμένο έγκλημα, κοκ.

Ο Δήμος Διονύσου αγνοώντας την παραπάνω επιστημονική πραγματικότητα προωθεί και διαφημίζει το πρόγραμμα ο Χαφιές – ωχ, συγγνώμη… – ο «Παρατηρητής της γειτονιάς». Σε αυτό καλεί τους ενδιαφερόμενους Πολίτες να «αναβαθμιστούν» σε Παρατηρητές και να παρανομήσουν υποκαθιστώντας το ρόλο της Αστυνομίας στην επιτήρηση της τάξης σε δημόσιο χώρο. Τους καλούν επίσης να προβάλλουν τα στερεότυπά τους για το έγκλημα και τον εγκληματία, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί από τους μηχανισμούς της κυρίαρχης ιδεολογίας (κρατικοί θεσμοί, ΜΜΕ) ή την προσωπική τους εντύπωση και να αποδίδουν κατηγορίες περί δικαίων και αδίκων. Επιπλέον, τους καλεί να εκφράσουν τα απωθημένα τους ενάντια σε όποιον θεωρούν ότι τους έχει αδικήσει…

Το πρόγραμμα που έχει διπλή υπογραφή (Χριστόπουλος, Καλαφατέλης) δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να αποδομεί την συνοχή της κοινότητας, να περιθωριοποιεί τη διαφορετικότητα και να στρέφει τον ένα δημότη ενάντια στον άλλο. Δεν έχει καμία επιστημονική βάση και δεν αρθρώνεται στη βάση κανενός επιστημονικού επιχειρήματος. Και με την επιστημονικότητα δεν υπονοείται καμία άλλη επιστήμη παρά η Επιστήμη της Εγκληματολογίας. Γι’ αυτό και η εφαρμογή του προγράμματος θα επιφέρει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκει. Αναλυτικά:

•Το πρόγραμμα αυτό θα αυξήσει τη θυματοποίηση των δημοτών ή των πολιτών ή των ατόμων που βρίσκονται στα δημοτικά όρια. Και αυτό διότι η διάγνωση μιας ύποπτης συμπεριφοράς δεν είναι απλό ζήτημα. Αν μια συμπεριφορά μας φαίνεται ύποπτη δεν σημαίνει ότι είναι ύποπτη. Και αυτό διότι αν τα φαινόμενα ταυτιζόταν με την πραγματικότητα τότε δεν θα χρειαζόμασταν την επιστήμη. Η διάγνωση μιας εγκληματικά ύποπτης συμπεριφοράς αποτελεί προϊόν πολυετούς εκπαίδευσης και εμπειρίας που λαβαίνει χώρα είτε σε ειδικές σχολές (όπως αυτές των σωμάτων ασφαλείας) είτε σε πανεπιστήμια. Φυσικά ο καθένας μας έχει δικαίωμα στην γνώμη και την άποψη (ακόμη και για τον εντοπισμό μιας «ύποπτης» συμπεριφοράς), όμως είναι υποχρεωμένος να είναι υπεύθυνος για αυτή, δηλαδή να του πιστώνεται η ορθότητα και να του χρεώνεται το λάθος. Όμως, το πρόγραμμα δεν φαίνεται να αναλαμβάνει ευθύνες για λανθασμένες κρίσεις και υποψίες.

•Το πρόγραμμα μεταθέτει αρμοδιότητες της Αστυνομίας σε ανεκπαίδευτους πολίτες. Η επιτήρηση του δημόσιου χώρου αποτελεί αρμοδιότητα της Αστυνομίας. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει από άτομα χωρίς την απαραίτητη εκπαίδευση και τη θεσμική κατοχύρωση, πολύ δε περισσότερο από εθελοντές (sic).

•Το πρόγραμμα αντί να αποφορτίσει το όγκο εργασιών της Αστυνομίας θα τον επιβαρύνει. Και αυτό διότι η Αστυνομία είναι υποχρεωμένη να διερευνά κάθε καταγγελία που γίνεται. Και το πρόγραμμα δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να αυξάνει το όγκο των καταγγελιών, και, μάλιστα, χωρίς κατ’ ανάγκη αυτές να αποτελούν προϊόντα βάσιμων γεγονότων και αποδείξεων.

•Το πρόγραμμα θυματοποιεί τις περιουσίες των δημοτών. Η εξαγγελία για τους τρόπους με τους οποίους μια περιουσία γίνεται λιγότερο ελκυστική σε εγκληματίες πρακτικά την καθιστά περισσότερο ελκυστική σε αυτούς. Έτσι, για παράδειγμα, η εγκατάσταση συναγερμού, καμερών και έντονης περίφραξης στην περιουσία πρακτικά υπονοεί ότι σε αυτή υπάρχουν αντικείμενα μεγάλης αξίας. Την κάνει ελκυστικότερη σε επαγγελματίες εγκληματίες, δηλαδή εγκληματίες που έχουν την κατάρτιση και το κίνητρο να αποκομίζουν τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη από τις παράνομες πράξεις τους, αλλά και διατεθειμένους να πάρουν το ρίσκο του «περάσματος στην πράξη».

•Αποδομεί την συνοχή και την επικοινωνία της κοινότητας. Το πρόγραμμα επιχειρεί να εγκαταστήσει την έννοια του πανοπτικού στο δήμο, όπως αυτή διατυπώθηκε από τον Μπένθαμ και αναλύθηκε από τον Φουκώ. Σε ένα χώρο όπου κάθε κίνηση βρίσκεται υπό επιτήρηση (ή παρατήρηση) μειώνεται η εμπιστοσύνη και η επικοινωνία μεταξύ των μελών. Άρα, προκαλείται μεγαλύτερη αποξένωση και αποδόμηση του κοινωνικού (ή κοινοτικού) ιστού.

Το πρόγραμμα προκαλεί και άλλες «παρενέργειες» όπως την θεσμοποίηση του φόβου του εγκλήματος, τη στοχοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων με βάση το φύλο, τη φυλή, την πολιτισμική ιδιαιτερότητα, τη γλώσσα, την ένδυση, την ηλικία κλπ, αλλά και την προβολή των προσωπικών διαφορών ως κοινωνικών προβλημάτων.

Είναι απορίας άξιοι οι λόγοι που οδήγησαν την δημοτική αρχή στην καθιέρωση ενός τέτοιου προγράμματος. Ενός προγράμματος ισάξιου με οποιουδήποτε απολυταρχικού καθεστώτος στην ιστορία. Τέτοιες συμπεριφορές, όπως αυτές που πρεσβεύει το πρόγραμμα, έχουν παρατηρηθεί και καταγραφεί στην ιστορία σε διάφορα καθεστώτα, όπως στην Ανατολική Γερμανία (Στάζι), την πρώην Σοβιετική Ένωση (KGB), τις Ηνωμένες Πολιτείες (το FBI του J.E.Hoover και του J.R.Mcarthy) που είναι τα πιο γνωστά και χωρίς αναφορά στην ομόλογη ελληνική πραγματικότητα.

Θα ήταν βεβιασμένο και αποσπασματικό να ταυτιστεί η υφιστάμενη δημοτική αρχή που καθιερώνει και εφαρμόζει τέτοια προγράμματα, με τα παραπάνω καθεστώτα και τις παραπάνω πρακτικές. Από την άλλη όμως αυτή είναι που τις υλοποιεί και τις εφαρμόζει…