logo


Το 1980 το Υπουργείο Δημοσίων Έργων και ο Οργανισμός Αποχέτευσης Πρωτευούσης (ΟΑΠ) αποφάσισαν έργα κατασκευής φρεατίων λυμάτων στο ύψος του κεντρικού κτηρίου του ΟΤΕ στο Μαρούσι. Ακόμη και σήμερα, στις αναδρομές πολλών ΜΜΕ για τις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις πολιτών με αστυνομικές δυνάμεις, οι τριήμερες ταραχές τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς κατά της χαβούζας στο Μαρούσι, καταλαμβάνουν περίοπτη θέση: Μιλάμε για χιλιάδες κόσμου στο δρόμο, πολύωρες συμπλοκές με τα ΜΑΤ, δακρυγόνα και άλλα χημικά, ξύλο πολύ και στη συνέχεια και δίκες αυτών που συνελήφθησαν στη διάρκεια των επεισοδίων. Ενάντια στη χαβούζα του Μαρουσιού είχε τότε στοιχηθεί ολόκληρη η πόλη και όχι μόνο. Ομάδες ενεργών πολιτών από όλη την Αττική είχαν ανεβεί στη Λεωφόρο Κηφισίας, είχαν στήσει οδοφράγματα και επί τρεις ημέρες, μέσα στο κατακαλόκαιρο, έπαιζαν κλεφτοπόλεμο με τις δυνάμεις των ΜΑΤ. Τι όμως έβγαλε τότε τον κόσμο από τα σπίτια του και τον οδήγησε στη σύγκρουση; Και γιατί σήμερα, στο Δήμο Διονύσου αυτή τη φορά, η απειλή ενάντια στον ένα πνεύμονα της Αττικής, στην Πεντέλη, που πριν καλά καλά ξαναπρασινίσει κινδυνεύει να μετατραπεί σε νταμάρι, αφήνει παγερά αδιάφορους ακόμη και τους κατοίκους που ζουν σε απόσταση αναπνοής από το βουνό;

Η πολύχρονη κρίση, οι κοινωνικοί αγώνες επί σειρά ετών που κούρασαν, η άμβλυνση στα κοινωνικά ανακλαστικά, ο ιδιότυπος κοινωνικός αυτισμός. Αυτές είναι μερικές από τις φράσεις που ακούγονται κατά κόρον στις συναντήσεις της διαπαραταξιακής επιτροπής κατά των λατομείων.

Αυτές- μαζί με την ανάγκη άλλου, σύγχρονου, είδους επικοινωνία, μια που οι παλιοί τρόποι ενημέρωσης είναι πια ξεπερασμένοι και αναποτελεσματικοί.

Να τα δεχτώ όλα αυτά. Πώς όμως να δεχτώ ότι η μεγάλη μάζα των κατοίκων Δήμου Διονύσου, σε όποια γειτονιά κι αν μένει, δεν αντιλαμβάνεται πως νέα νταμάρια στην Πεντέλη θα σημάνουν το τέλος της πόλης όπως την ξέρουμε;

Πώς να δεχτώ ότι αυτή η πόλη που δεν αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο, αύριο μπορεί να βλέπει από πάνω της “σκαλιά” ύψους 18 μέτρων, ορατά από τον Ωρωπό και από τη Νέα Μάκρη;

Πώς να δεχτώ ότι αυτή η πόλη, μαζί με όλα τα στραβά της, αύριο μπορεί να επιβαρυνθεί με χιλιάδες δρομολόγια φορτηγών στους ακατάλληλους δρόμους της και σε όλο το εύρος της;

Πώς να δεχτώ ότι στους 40.000 χιλιάδες κατοίκους αυτής της πόλης θα προστεθούν και άλλα τέσσερα εκατομμύρια του Λεκανοπέδιου, να υποφέρουν από τη ρύπανση και τη σκόνη;

Πώς να δεχτώ ότι τα νταμάρια θα απαξιώσουν μια περιουσία που με κόπο αποκτήθηκε από τον καθένα που επέλεξε αυτή την πόλη για να στήσει το σπιτικό του;

Πώς να δεχτώ πως τα νταμάρια θα βελτιώσουν την εικόνα αυτής της πόλης, όπως παράλογα διατείνεται το Δασαρχείο Πεντέλης, δηλαδή ο θεματοφύλακας του βουνού, όταν τα παλιά λατομεία έχουν γίνει χαβούζες;

Πώς να δεχτώ ότι η κρίση, οι κουραστικοί αγώνες, ο κοινωνικός αυτισμός και δεν ξέρω τι άλλο παραμορφώνουν την πραγματικότητα και μας κάνουν κοινωνικά αδιάφορους;

Πώς να δεχτώ ότι θα παραδώσω στα παιδιά μου ένα ξεκοιλιασμένο, βιασμένο, κατεστραμμένο βουνό για ολόκληρη τη ζωή τους;

Πώς να δεχτώ νομοσχέδια που καταστρέφουν το περιβάλλον στο όνομα προσχηματικών επενδύσεων και μιας στρεβλής ανάπτυξης της χώρας;

Πώς να δεχτώ ότι αν βγήκα στους δρόμους το καλοκαίρι του ’80 για να προστατέψω τη γενέτειρά μου από τη χαβούζα, δεν θα βγω και σήμερα για να προστατέψω την πόλη που με καλοδέχτηκε από τα λατομεία;