logo


Απορριπτική ήταν η απάντηση του Συμβουλίου της Επικράτειας στις προσφυγές των Δήμων σχετικά με την απόφαση του υπουργού Οικονομικών για υποχρεωτική μεταφορά των ταμειακών διαθέσιμών τους στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με τις υπ΄ αριθμ. 698-702 και 714-719/2020 αποφάσεις της απέρριψε τις αιτήσεις της ΚΕΔΕ, των Δήμων Πειραιά, Καλλιθέας, Αλίμου, Καισαριανής, Μαρκοπούλου Μεσογαίας Αττικής, Καλαμαριάς, Θάσου Ν. Καβάλας, Ξάνθης και Λήμνου, καθώς και της κοινωφελούς επιχείρησης του Δήμου Καλαμαριάς, που στρέφονταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου.

Με τις προσφυγές ζητούσαν να ακυρωθούν ως αντίθετες στην συνταγματικά προστατευόμενη διοικητική, οικονομική και δημοσιονομική αυτοτέλεια των Ο.Τ.Α. οι δυο αποφάσεως του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών για τον «καθορισμό λειτουργίας τραπεζικών λογαριασμών και ταμειακό προγραμματισμό των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που υπάγονται στην παράγραφο 10 του άρθρου 69Α του ν. 4270/2014», κατά το μέρος που στο πεδίο εφαρμογής τους συμπεριλαμβάνονται οι ΟΤΑ.

Η Ολομέλεια υπογράμμισε ότι «ο συνταγματικός νομοθέτης αναγνωρίζει την διοικητική αυτοτέλεια των ΟΤΑ, αποκλείοντας τον έλεγχο σκοπιμότητας των πράξεων των οργάνων τους, και εγγυάται την οικονομική τους αυτοτέλεια, εξασφαλίζοντας τους αναγκαίους για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και την εκπλήρωση της αποστολής τους οικονομικούς πόρους».

Ωστόσο, όπως διατυπώνεται στις σχετικές αποφάσεις, η απόφαση του αναπληρωτή υπουργού οικονομικών «δεν είναι αντίθετη το Σύνταγμα, διότι η υποχρεωτική συγκέντρωση και διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων των Φορέων Γενικής Κυβερνήσεως στην Τράπεζα της Ελλάδος, ως η βασική μεταξύ των αμφισβητούμενων εν προκειμένω ρυθμίσεων, επιλέχθηκε από τον νομοθέτη ως το κατάλληλο μέτρο προκειμένου ο υπουργός Οικονομικών, ο οποίος έχει εκ του Συντάγματος και του νόμου την ευθύνη για την παρακολούθηση του ύψους του δημοσίου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, να αποκτά πλήρη και σαφή εικόνα της ρευστότητας και των ταμειακών αναγκών του συνόλου των Φορέων Γενικής Κυβερνήσεως, τα οικονομικά στοιχεία των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψη – κατά τις επιταγές του ενωσιακού δικαίου – για τον καθορισμό του ύψους του δημοσίου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, με σκοπό την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας ως προς την χρήση της διαθέσιμης ρευστότητας, την επίτευξη αξιόπιστων προβλέψεων σχετικώς προς τις ταμειακές ροές του συνόλου της Γενικής Κυβερνήσεως και την αποφυγή άσκοπου δανεισμού».

Μάλιστα, οι σύμβουλοι Επικρατείας εξηγούν στο σκεπτικό των αποφάσεων ότι «πρόκειται περί δημοσιονομικού μέτρου, το οποίο, κατά το μέρος που εφαρμόζεται στους ΟΤΑ, ως φορείς Γενικής Κυβερνήσεως, εμποδίζει μεν την ελεύθερη εκ μέρους τους διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων τους, πλην, δεν προκαλεί περιουσιακή τους βλάβη και δεν εμποδίζει την εκτέλεση του προϋπολογισμού τους, όπως αναλυτικά εκτίθεται στις ανωτέρω αποφάσεις».

Από την Ολομέλεια του ΣτΕ κρίθηκε ότι οι δύο προσβαλλόμενες υπουργικές αποφάσεις:

-Δεν παραβιάζουν την συνταγματική αρχή της ισότητας,

-Δεν αφορούν τοπική υπόθεση, αλλά την δημοσιονομική διαχείριση των πόρων του υπό ευρεία έννοια δημόσιου τομέα και, επομένως, δεν υφίσταται συνταγματική υποχρέωση να ζητείται η προηγούμενη γνώμη των ΟΤΑ .

-Δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 13 της Ευρωπαϊκής οδηγίας 2011/85/ΕΕ δεν θεσπίζουν υποχρέωση των κρατών μελών να προβούν σε δημοσιονομική αποκέντρωση και

-Δεν παραβιάζει το άρθρο 9 του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας του Συμβουλίου της Ευρώπης.

πηγή: aftodioikisi.gr