logo


Γράφει ο Κοσμάς Σιδηρόπουλος*

Συχνά πυκνά και με διάθεση χιούμορ θυμάμαι τους στίχους του Πολέμη που διδαχθήκαμε στο δημοτικό: «Τι είν’ η πατρίδα μας/ μην είν’ οι κάμποι/ μην είναι τα’ άπαρτα ψηλά βουνά/ κ.λπ. κ.λπ.», και διαπιστώνω πως ακόμη δεν μάθαμε ποια είναι αυτή η πατρίδα μας. Αλλά επειδή η «πατρίδα» είναι μεγάλο –και ενδιαφέρον- θέμα το αφήνω, μια κι ετούτο εδώ το φιλόξενο στέκι, στέκεται και κοιτά κυρίως προς τα τοπικά.

Το ερώτημα που εισάγω προς συζήτηση είναι: πού ζούμε εμείς οι κάτοικοι του σημερινού Δήμου Διονύσου, πώς χαρακτηρίζεται με μια λέξη αυτός ο τόπος. Έχω ακούσει πολλές εκδοχές: χωριό, πόλη, προάστιο, δήμος…

Ας αρχίσουμε από τα εύκολα. Στην ερώτηση «πού» η απάντηση πρέπει να εμπεριέχει τοπικό/χωρικό προσδιορισμό. Άρα δεν κατοικούμε στο δήμο Διονύσου, μια που η έννοια του δήμου είναι διοικητικός προσδιορισμός.  Ας ψάξουμε λοιπόν στα υπόλοιπα και κυρίως αν με ενιαίο όρο μπορεί να προσδιοριστεί όλη η εδαφική περιοχή του σημερινού δήμου. Οποιοσδήποτε ορισμός, οφείλει να συμποσούται από ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως η προέλευση των κατοίκων, τα στοιχεία πολιτισμού, ο κατοικημένος χώρος, το φυσικό περιβάλλον, ο δημόσιος και ιδιωτικός χώρος κ.λπ., η εξέλιξη αυτών στο χρόνο, παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα.

Αν κοιτάξουμε εν συντομία προς τα πίσω θα συναντήσουμε μικροχώρια που ονομάζονταν Ραπεντώσα, Σταμάτα, Μπάλα, Δροσιά, Μπογιάτι, Μπάφι, με ομοιογένεια μέσα σε κάθε χωριό, π.χ. Αρβανίτες στη Σταμάτα, Πόντιοι στη Δροσιά, Σαρακατσάνοι στη Μπάλα, αλλά χωρίς δεσμούς μεταξύ τους, μπορεί και αντιπαλότητες. Έδωσα ήδη την πρώτη απάντηση: 50-60 χρόνια πριν, υπήρχαν διακριτά χωριά (μικρός πληθυσμός, διάσπαρτοι αγροτικοί οικισμοί).

Από τη δεκαετία του ’80 και μέχρι τα τέλη της προηγούμενης, ο δανεικός πλούτος σε συνδυασμό με τη φτηνή γη προσέλκυσαν μεγάλο αριθμό νέων κατοίκων, χωρίς κοινή καταγωγή, χωρίς ενοποιητικά στοιχεία. Κατακλύστηκαν λοιπόν τα μικροχώρια, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, σχεδόν με βία, από ανθρώπους, σπίτια και αυτοκίνητα. Θα μπορούσα να πω και ληστρικά, διότι νέοι και παλαιοί κάτοικοι έδειξαν ενδιαφέρον για τον ιδιωτικό τους χώρο –«το οικοπεδάκι»- αδιαφορώντας για το δημόσιο: τους δρόμους, τα πεζοδρόμια, τις πλατείες, τα σχολεία κ.λπ. Οι νέοι, μεζονέτες, και οι παλαιοί, άκοπη υπεραξία. Όχι όλοι, οι πολλοί.

Ποιο είναι σήμερα το «κοινό» στον τόπο;

Πλειοψηφία νέων κατοίκων, (πρώην) μεσαίων ή και μεγάλων εισοδημάτων, εξάλειψη των πολλών «ταυτοτήτων» των χωριών, ανολοκλήρωτα, μη λειτουργικά προάστια των Αθηνών, και μη συνεκτικά ή συμπληρωματικά μεταξύ τους. Απλά όπως έλαχε, άτακτα. Άρα αυτός ο τόπος δεν είναι πόλη, όπως πολλοί αναφέρονται λάγνα σ’ αυτόν που βρίθει  ημιυπαιθρίων, κυκλοφοριακών εμφραγμάτων και ύβρεων προς τους πεζούς.

Ποιο το μέλλον αυτού του τόπου, το εγγύς και το απώτερο;

Να μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, που όσα χρόνια διαβιώ εδώ, διαπιστώνω την απομάκρυνση όλων (;) από αυτήν, όπως ο διάβολος από το λιβάνι.

Διότι χωρίς «όραμα» για το μέλλον δεν μπορείς να σχεδιάσεις ένα «επιχειρησιακό πρόγραμμα», διότι είναι ενδιαφέρον να συζητάς –και να προσπαθείς- για ένα κοινό μέλλον. Μια συζήτηση που περιλαμβάνει ακόμη και αθλητικούς διαλόγους για τον Ολυμπιακό Μπογιατίου ή Πειραιώς, τη Νίκη Βόλου ή της Δροσιάς.

Εισφέρω τις σκέψεις αυτές -εν πολλοίς βιωματικές και ελεγκτέες ως προς την αλήθεια τους-στο πλαίσιο και με αφορμή τη σύνταξη του νέου επιχειρησιακού προγράμματος για το δήμο Διονύσου. Χρόνια είχα να βρεθώ ανάμεσα σε τόσους εθελοντές, χρόνια είχα να αντικρύσω τόσο ενθουσιώδεις υπαλλήλους.

21.10.2014

*Ο Κοσμάς Σιδηρόπουλος προσπαθεί να βλέπει τα πράγματα από την περιφέρεια κοινών τόπων και τύπων