logo


Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη εκπονήθηκε από τον οικονομολόγο Κ. Βαρλαμίτη, τέως Πρόεδρο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, για λογαριασμό του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών, αναφορικά με τη διάρθρωση των δημοτικών τελών σε Δήμους του Βόρειου και του Νότιου Τομέα Αθηνών. Μολονότι ο Δήμος Διονύσου δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτούς, μερικές από τις διαπιστώσεις της μελέτης μπορεί να έχουν εφαρμογή και στην πόλη μας. Πολύ περισσότερο που πρόσφατα παρουσιάστηκε στη Δημοτική Επιτροπή μελέτη, η οποία προτείνει την αλματώδη αύξηση των δημοτικών τελών.

Η πιο σημαντική από τις διαπιστώσεις της μελέτης Βαρλαμίτη είναι πως οι περισσότεροι από τους υπό εξέταση Δήμους δεν ακολουθούν οριζόντια πολιτική επιβολής δημοτικών τελών: Στο Δήμο Διονύσου, όπως είναι γνωστό, το δημοτικό τέλος για τις κατοικίες είναι- μέχρι σήμερα τουλάχιστον- για όλες τις Κοινότητες το ίδιο, 1,05 ευρώ ανά τμ. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο, για παράδειγμα, στον όμορο Δήμο Κηφισιάς, με τις τρεις Κοινότητες, όπου το δημοτικό τέλος εμφανίζεται διαφορετικό ανά Κοινότητα. Το ίδιο συμβαίνει και στο Δήμο Φιλοθέης- Ψυχικού, που και πάλι έχει τρεις Κοινότητες. Επιπλέον στο Δήμο Κηφισιάς, όπως και στο Δήμο Πεντέλης, το δημοτικό τέλος υπολογίζεται σύμφωνα με την επιφάνεια κάθε κατοικίας και τη ζώνη όπου αυτή ανήκει, αποκτώντας έτσι κοινωνικό πρόσημο.

Στη μελέτη, από την άλλη πλευρά, τονίζεται πως κανένας από τους 18 Δήμους του Βόρειου και Νότιου Τομέα δεν προχώρησε σε μείωση των συντελεστών των δημοτικών τελών για το 2025 σε σχέση με αυτούς του 2024, για λόγους που αποδίδονται στο αυξημένο λειτουργικό κόστος των ανταποδοτικών υπηρεσιών (ενεργειακό κόστος, αύξηση μισθοδοσίας, τέλη ταφής απορριμμάτων κ.λπ.).

Στην ίδια μελέτη υπογραμμίζεται και η διαπίστωση πως στο λειτουργικό κόστος των ανταποδοτικών υπηρεσιών, το μεγαλύτερο κομμάτι, γύρω στο  80%, αφορά στην καθαριότητα. Με βάση, λοιπόν, αυτή τη διαπίστωση προτείνονται σε πρώτη φάση τρόποι και μέθοδοι όχι αύξησης των εσόδων, κάτι που θα ισοδυναμούσε με «μηχανιστική μεταφορά του κόστους στους κατοίκους», αλλά αντιθέτως μείωσης αυτού του κόστους:

“Ευνόητο είναι ότι όσο υψηλότερο είναι το κόστος, υπάρχουν δυνατότητες βελτίωσης της διαχειριστικής λειτουργίας και επομένως σχεδιασμού δράσεων μείωσής του, εκτός αν το αυξημένο κόστος είναι αποτέλεσμα υψηλότερης ποιότητας παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους δημότες (σ.σ. Κάτι που ασφαλώς δεν παρατηρείται στο Δήμο Διονύσου). Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αναζήτηση μεθόδων περιορισμού τους κόστους και βελτίωσης της αποτελεσματικότητας στη διαχείριση πρέπει να αποτελεί συνεχή στόχο και προσπάθεια μέσω σχεδιασμένων δράσεων”.

Η μελέτη προτείνει και μια διαφορετική μεθοδολογία στον προσδιορισμό των δημοτικών τελών, πιο ουσιαστική, πιο συμμετοχική, πιο εμπεριστατωμένη, πιο διαφανής:

Για πολλούς, ο χώρος των ανταποδοτικών υπηρεσιών εξακολουθεί να είναι ένα «κλειδωμένο συρτάρι» γεμάτο με ένα πλήθος δαπανών, που όταν ανοίξει ξεπηδάει ένας «μαγικός αριθμός». Ο συντελεστής των Δημοτικών Τελών. Ο συντελεστής που καθορίζει την επιβάρυνση από τις ανταποδοτικές υπηρεσίες στους κατοίκους και στους οικονομικούς φορείς κάθε Δήμου.

Είναι σίγουρο ότι ο Δημόσιος διάλογος πρέπει να εμπλουτιστεί και να αυξηθεί ο βαθμός διαφάνειας. Η διαδικασία προσδιορισμού των τελών να γίνει πιο ουσιαστική και πιο συμμετοχική. Να αντιστοιχιστούν οι δαπάνες με τον προσδιορισμό των υπηρεσιών και των δράσεων για τη βελτίωσή τους, να υιοθετηθούν κατάλληλοι κοινοί δείκτες αναφοράς ώστε να αναδεικνύονται σε συγκρίσιμα μεγέθη τόσο τα ποσοτικά αποτελέσματα/στόχοι όσο και τα ποιοτικά στοιχεία των υπηρεσιών…”

Τέλος, προτείνονται συγκεκριμένοι τρόποι και δράσεις μείωσης του κόστους των ανταποδοτικών υπηρεσιών, οι οποίες ταυτίζονται εν πολλοίς με φιλοπεριβαλλοντικές πολιτικές:

«Είναι σημαντικό λοιπόν αφενός να αναλαμβάνονται δράσεις περιορισμού του κόστους και όχι μηχανιστική μεταφορά του στους κατοίκους και αφετέρου να καλυφθεί, τουλάχιστον ένα μέρος τους, από τον ΕΝΦΙΑ που καταβάλλουν οι κάτοικοι κάθε Δήμου. Ειδικά σε Δήμους, με χαμηλό κατά κεφαλή ΑΕΠ, με υψηλούς ρυθμούς μείωσης του πληθυσμού, καθώς και σε αυτούς που είναι σε παραμεθόριες περιοχές, θα πρέπει να καλύπτεται το σύνολο της σχετικής δαπάνης των κατοίκων.

Παράλληλα θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι δράσεις μείωσης του κόστους των ανταποδοτικών υπηρεσιών ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις φιλο- περιβαλλοντικές πολιτικές. Δηλαδή όσο πιο δραστήριος είναι ο Δήμος σε δράσεις που έχουν περιβαλλοντικό πρόσημο, τόσο περιορίζεται το κόστος τους. Για παράδειγμα:

  • Η κυκλική οικονομία και η ανακύκλωση μειώνει τον όγκο των προς διαχείριση από τον ΕΣΔΝΑ στερεών αποβλήτων κι επομένως μειώνονται τα υψηλά σχετικά κόστη που καταβάλουν οι Δήμοι σε αυτόν. Η ενεργειακή αναβάθμιση του οδοφωτισμού, όπου έχει εφαρμοστεί, μειώνει το ενεργειακό κόστος μέχρι και 75%. Η αντικατάσταση του στόλου αυτοκινήτων (απορριμματοφόρα κλπ) με νέα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας και η ανάπτυξη έξυπνων εφαρμογών για τη βελτιστοποίηση των δρομολογίων τους μειώνει σημαντικά τα κόστη καυσίμων, συντήρησης κλπ. Η λειτουργία Πράσινων Σημείων και η δημιουργία Σταθμών Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων και κυρίως η διαδημοτική συνεργασία, ειδικά για τους μικρότερους πληθυσμιακά δήμους, βελτιώνει σημαντικά τη διαχείριση στερεών αποβλήτων και μειώνει τα λειτουργικά κόστη.

Για να επιτευχθούν όλα αυτά απαιτείται καλός σχεδιασμός, αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, συνεχής επεξεργασία των δεδομένων, ουσιαστικός διάλογος με την κοινωνία, διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα, αξιοποίηση όλων των δυνάμεων της τοπικής αυτοδιοίκησης χωρίς αποκλεισμούς και φυσικά συνεκτικός προγραμματισμός, οργάνωση και παρακολούθηση των δράσεων ώστε να εξασφαλίζεται η υλοποίησή τους».